- χρηματαγορά
- η, Ν1. (οικον.) σύνολο ιδρυμάτων, κανόνων και πρακτικής που στοχεύουν στη διευκόλυνση τής βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης2. το χρηματιστήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, -ατος + αγορά. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.